κακοπαθώ
Смотреть что такое "κακοπαθώ" в других словарях:
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
κακοπαθῶ — κακοπαθέω to be in ill plight pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακοπαθέω to be in ill plight pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθω — κακόπαθος miserable masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακόπαθος miserable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθίζω — (Μ) δυστυχώ, υποφέρω, θλίβομαι, κακοπαθώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοπαθῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] … Dictionary of Greek
προκακοπαθώ — έω, Α [κακοπαθῶ] πάσχω, κακοπαθώ εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
ακακοπάθητος — η, ο [κακοπαθώ] αυτός που δεν έχει κακοπαθήσει, αταλαιπώρητος, αβασάνιστος … Dictionary of Greek
εγκαλινδούμαι — ἐγκαλινδοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. κυλιέμαι μέσα σε κάτι 2. κακοπαθώ 3. ανακατεύομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
κακοπάθημα — το [κακοπαθώ] ταλαιπωρία, δυστυχία, βάσανο, δοκιμασία … Dictionary of Greek
κακοπάθηση — η (Μ κακοπάθησις) [κακοπαθώ] ταλαιπωρία, κακουχία, συνήθως παροδική, όπως π.χ. σε ταξίδι, σε προσωρινή διαμονή κ.λπ … Dictionary of Greek
κακοπάθιο — και κακοπάθι, το (Μ κακοπάθιο και κακοπάθι[ο]ν) [κακοπαθώ] νεοελλ. κακοπάθεια, κακά, συμφορές, βάσανα μσν. κακοπάθημα, δυστύχημα … Dictionary of Greek
κακοπαθαίνω — (Μ κακοπαθαίνω) βλ. κακοπαθώ … Dictionary of Greek