κακοπαθώ

κακοπαθώ
(ε), κακοπαθάω см. κακοπαθαίνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κακοπαθώ" в других словарях:

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθῶ — κακοπαθέω to be in ill plight pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακοπαθέω to be in ill plight pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπάθω — κακόπαθος miserable masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακόπαθος miserable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαθίζω — (Μ) δυστυχώ, υποφέρω, θλίβομαι, κακοπαθώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοπαθῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] …   Dictionary of Greek

  • προκακοπαθώ — έω, Α [κακοπαθῶ] πάσχω, κακοπαθώ εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • ακακοπάθητος — η, ο [κακοπαθώ] αυτός που δεν έχει κακοπαθήσει, αταλαιπώρητος, αβασάνιστος …   Dictionary of Greek

  • εγκαλινδούμαι — ἐγκαλινδοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. κυλιέμαι μέσα σε κάτι 2. κακοπαθώ 3. ανακατεύομαι σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κακοπάθημα — το [κακοπαθώ] ταλαιπωρία, δυστυχία, βάσανο, δοκιμασία …   Dictionary of Greek

  • κακοπάθηση — η (Μ κακοπάθησις) [κακοπαθώ] ταλαιπωρία, κακουχία, συνήθως παροδική, όπως π.χ. σε ταξίδι, σε προσωρινή διαμονή κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κακοπάθιο — και κακοπάθι, το (Μ κακοπάθιο και κακοπάθι[ο]ν) [κακοπαθώ] νεοελλ. κακοπάθεια, κακά, συμφορές, βάσανα μσν. κακοπάθημα, δυστύχημα …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθαίνω — (Μ κακοπαθαίνω) βλ. κακοπαθώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»